- μαντύας
- μαντύας, ο και μαντύα, η1. επίσημο και πολυτελές ένδυμα βασιλιάδων, ηγεμόνων, επισκόπων κτλ.2. ριχτό υφασμάτινο πανωφόρι.3. στρατιωτικό παλτό, χλαίνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.